- διαδηλέομαι
- δια - δηλέομαι, aor. διεδηλήσαντο: tear in pieces, Od. 14.37†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
διαδηλησάμενοι — διαδηλέομαι do great harm to aor part mp masc nom/voc pl διαδηλέομαι do great harm to aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδηλήσασθαι — διαδηλέομαι do great harm to aor inf mp διαδηλέομαι do great harm to aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδηλήσηται — διαδηλέομαι do great harm to aor subj mp 3rd sg διαδηλέομαι do great harm to aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδηλήσονται — διαδηλέομαι do great harm to fut ind mp 3rd pl διαδηλέομαι do great harm to fut ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεδηλήσαντο — διαδηλέομαι do great harm to aor ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεδηλήσασθε — διαδηλέομαι do great harm to aor ind mp 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεδηλήσατο — διαδηλέομαι do great harm to aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)